- μαν(ν)όγαλο
- και μαν(ν)όγαλα, το (Μ μαννογαλον)1. το γάλα τής μάννας2. γάλα που προέρχεται από μητέρα και από την κόρη της όταν συμβεί να έχουν τεκνοποιήσει και να θηλάζουν και οι δύο την ίδια εποχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (I) + γάλα (πρβλ. ρυζόγαλο)].
Dictionary of Greek. 2013.